- ἀναβαδόν
- ἀνα-βᾰδόν, Adv.A by mounting,
ἀ. τὴν ὀχείαν ποιεῖσθαι Arist.HA 579a19
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀ. τὴν ὀχείαν ποιεῖσθαι Arist.HA 579a19
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αναβαδόν — ἀναβαδὸν επίρρ. (Α) [ἀναβαίνω] σκαρφαλωτά, καβάλα, καβαλικευτά … Dictionary of Greek
ἀναβαδόν — by mounting indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεβαίνω — (AM ἀναβαίνω) 1. βαδίζω ή κινούμαι προς τα επάνω 2. επιβιβάζομαι σε μεταφορικό μέσο ή ιππεύω, καβαλικεύω άλογο, μουλάρι κ.λπ. 3. κατευθύνομαι προς τον Θεό 4. φθάνω στον νου ή στην καρδιά 5. φυτρώνω 6. (για τιμή ή αξία) αυξάνομαι 7. (για ποτάμι)… … Dictionary of Greek